- ῥαφιδευτής
- -οῦ ὁ N 1 1-0-0-0-0=1 Ex 27,16stitcher, embroiderer; neol.Cf. LE BOULLUEC 1989, 279; WEVERS 1990 430.439
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ραφιδευτής — ὁ, Α ο ποικιλτής, αυτός που κεντάει πρόσθετες παραστάσεις σε υφάσματα και ενδύματα («βύσσου κεκλωσμένης τῇ ποικιλίᾳ τοῡ ῥαφιδευτοῡ», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαφίς, ίδος + κατάλ. ευτής (< ρ. σε εύω)] … Dictionary of Greek
ῥαφιδευτοῦ — ῥαφιδευτής stitcher masc gen sg ῥαφιδευτός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαφιδευτῶν — ῥαφιδευτής stitcher masc gen pl ῥαφιδευτός fem gen pl ῥαφιδευτός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαφιδευτά — ῥαφιδευτά̱ , ῥαφιδευτής stitcher masc nom/voc/acc dual ῥαφιδευτής stitcher masc voc sg ῥαφιδευτής stitcher masc nom sg (epic) ῥαφιδευτός neut nom/voc/acc pl ῥαφιδευτά̱ , ῥαφιδευτός fem nom/voc/acc dual ῥαφιδευτά̱ , ῥαφιδευτός fem nom/voc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραφιδάς — ὁ, Α ο ῥαφιδευτής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαφίς, ίδος + κατάλ. ᾶς (πρβλ. μαχαιρ άς)] … Dictionary of Greek
ραφιδευτικός — ή, όν, Α [ῥαφιδευτής] το θηλ. ως ουσ. ἡ ῥαφιδευτική η τέχνη τού ραφιδευτή*, τού ποικιλτή … Dictionary of Greek